- αποστραγγιστικός
- -ή, -όο σχετικός με την αποστράγγιση του εδάφους («αποστραγγιστικά έργα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποστραγγιστικός, -ή — ό αυτός που συντελεί στην αποστράγγιση: Τα τελευταία χρόνια έγιναν στη χώρα μας μεγάλα αποστραγγιστικά έργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)